Εντιμότατε κύριε Πρόεδρε, εντιμότατα μέλη της Ερευνητικής Επιτροπής,
Ανέλαβα καθήκοντα ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου στις 3 Μαΐου 2012 και συμμετείχα εκείνη την ημέρα σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Βαρκελώνη. Την ίδια ημέρα ο τότε Υπουργός Οικονομικών, κύριος Βάσος Σιαρλή, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου και με ενημέρωσε για την κατάσταση της Λαϊκής Τράπεζας.
Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Λαϊκής Τράπεζας με ημερομηνία αναφοράς 31 Μαρτίου 2012 ανερχόταν σε 4,05% και συνεπώς υπολειπόταν σημαντικά έναντι του 8% που απαιτείτο κατ` ελάχιστο με βάση τις σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και έναντι του ελάχιστου ορίου του 9% για τα βασικά πρωτοβάθμια κεφάλαια που είχε τεθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και το οποίο έπρεπε να διασφαλιστεί μέχρι τις 30 Ιουνίου 2012. Το σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης το οποίο είχε υποβάλει η Λαϊκή Τράπεζα προέβλεπε αύξηση κεφαλαίου με συμμετοχή υφιστάμενων μετόχων και άλλων επενδυτών. Περί τα μέσα Μαΐου 2012 διαφαινόταν ήδη, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Λαϊκής Τράπεζας, ότι από το ποσό των €1,8 δισεκατομμυρίων της προγραμματιζόμενης αύξησης κεφαλαίου, μόνο ένα ποσό της τάξης των €300 εκατομμυρίων θα μπορούσε να συγκεντρωθεί από ιδιώτες.
Δεδομένης και της απόφασης των Αρχηγών των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Οκτωβρίου 2011 να στηρίξουν όσες τράπεζες δεν διασφάλιζαν τα ελάχιστα κεφάλαια που είχε απαιτήσει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών μέχρι τις 30 Ιουνίου 2012, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου λαμβάνοντας υπόψη τη συστημική σημασία της Λαϊκής Τράπεζας και τις γενικότερες αρνητικές συνέπειες μιας ανεπιτυχούς έκβασης του προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης, εισηγήθηκε να ενεργοποιηθεί ο νόμος για τις χρηματοοικονομικές κρίσεις και να αναλάβει η Κυβέρνηση ρόλο αναδόχου της προγραμματιζόμενης αύξησης κεφαλαίου. Τι θα συνέβαινε αν η Λαϊκή Τράπεζα δεν λάμβανε κρατική στήριξη τον Ιούνιο του 2012 και οδηγούμασταν στο έσχατο στάδιο, δηλαδή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της και την αυτόματη θέση της σε εκκαθάριση; Υπενθυμίζω ότι κατά το χρόνο εκείνο δεν υφίστατο νομοθετικό πλαίσιο για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι ασφαλισμένες καταθέσεις στη Λαϊκή Τράπεζα με ημερομηνία αναφοράς 30 Ιουνίου 2012 ανέρχονταν σε €7,3 δισεκατομμύρια ενώ σημαντικό μέρος των στοιχείων ενεργητικού της Λαϊκής Τράπεζας, περιλαμβανομένων όσων ήταν άμεσα ρευστοποιήσιμα ή εν πάση περιπτώσει υψηλής σχετικά ποιότητας, χρησιμοποιούνταν ως εξασφαλίσεις είτε για τη ρευστότητα που η Λαϊκή Τράπεζα αντλούσε μέσω πράξεων του Ευρωσυστήματος είτε για την επείγουσα ρευστότητα που της παρείχε η Κεντρική Τράπεζα. Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των ασφαλισμένων καταθέσεων, ίσως λιγότερο από 2%, θα μπορούσε να καταβληθεί από τα τότε διαθέσιμα του Ταμείου Προστασίας Καταθέσεων. Για το υπόλοιπο μέρος, δεδομένου ότι το κράτος δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για το σκοπό αυτό, οι ασφαλισμένοι καταθέτες θα έπρεπε να αναμένουν μια μερική αποζημίωση σε βάθος χρόνου από τη ρευστοποίηση όσων στοιχείων ενεργητικού δεν χρησιμοποιούνταν ως εξασφαλίσεις. Εντωμεταξύ όμως όλοι οι καταθέτες της Λαϊκής Τράπεζας θα είχαν απολέσει σχεδόν όλη τη ρευστότητά τους γεγονός που θα οδηγούσε στην κατάρρευση του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος και στο να τεθεί εν αμφιβόλω η παραμονή της Δημοκρατίας εντός της ευρωζώνης.
Η εντός εισαγωγικών “εναλλακτική λύση” που μόλις περιέγραψα αποτελεί κατά τη γνώμη μου τη μόνη ειλικρινή απάντηση στα ερωτήματα που και ο πλέον καλόπιστος κριτής εύλογα θέτει σήμερα, όπως “ήταν απαραίτητη η κρατική στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας τον Ιούνιο του 2012;” ή “γιατί δεν διέκοψε η Κεντρική Τράπεζα την παροχή επείγουσας ρευστότητας προς τη Λαϊκή Τράπεζα;”.
Η πιο πάνω εντός εισαγωγικών “εναλλακτική λύση” αποφεύχθηκε τελικά αφού όπως είναι γνωστό η πολιτεία αποφάσισε να στηρίξει την προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής Τράπεζας. Παρά τις εκτιμήσεις της τότε διοίκησης της Λαϊκής Τράπεζας, η στήριξη αυτή δεν κατάφερε να καταστήσει ελκυστική την αύξηση κεφαλαίου και να προσελκύσει έστω το μικρό σχετικά ποσό που αναμενόταν από ιδιώτες. Συγκεκριμένα η συμμετοχή ιδιωτών στην αύξηση κεφαλαίου ανήλθε σε μόλις €3 εκατομμύρια με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να καλύψει στη συνέχεια το σύνολο σχεδόν της αύξησης των €1,8 δισεκατομμυρίων. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι η αποτυχία της τότε διοίκησης της Λαϊκής Τράπεζας να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές οδήγησε την Κεντρική Τράπεζα ως θέμα αρχής να ζητήσει από τον τότε Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου να αποχωρήσει, ανεξάρτητα από το αν η τότε Κυβέρνηση, μετά την κρατική στήριξη, επιθυμούσε επίσης την αποχώρησή του.
Λίγες ημέρες πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 30ης Ιουνίου 2012 και την κρατική στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας, συγκεκριμένα στις 25 Ιουνίου 2012, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας κάτω από την ελάχιστη βαθμίδα που έχει θέσει το Ευρωσύστημα ως προϋπόθεση για να αποδέχεται κυβερνητικά ομόλογα ως εξασφάλιση. Προς υποβοήθηση της Ερευνητικής Επιτροπής παραδίδω αντίγραφο της σχετικής ανακοίνωσης του οίκου αξιολόγησης Fitch: Όπως είναι γνωστό βασικός λόγος της πιο πάνω υποβάθμισης αλλά γενικά και των προηγούμενων διαδοχικών υποβαθμίσεων, ήταν, μεταξύ άλλων, οι αυξημένες κεφαλαιακές ανάγκες των τριών μεγαλύτερων εγχώριων τραπεζών λόγω των χρηματοδοτικών ανοιγμάτων τους στην Ελλάδα και, σε μικρότερο βαθμό, της επιδείνωσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους στην Κύπρο. Ο οίκος έκρινε ότι η δυνατότητα των κυπριακών τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια από ιδιωτικές πηγές ήταν περιορισμένη και ότι, συνεπακόλουθα, οι εν λόγω τράπεζες θα χρειάζονταν κρατική στήριξη η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους.
Δεδομένου ότι και οι υπόλοιποι οίκοι αξιολόγησης είχαν ήδη υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα κυπριακά κυβερνητικά ομόλογα έπαψαν να γίνονται αποδεκτά ως εξασφάλιση για πιστοδοτικές πράξεις Ευρωσυστήματος. Η υποβάθμιση αυτή, πέρα από το ότι περιόριζε την πρόσβαση σε ρευστότητα από το Ευρωσύστημα για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που κατείχαν κυπριακά κυβερνητικά ομόλογα, ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τη Λαϊκή Τράπεζα καθώς οδηγούσε σε μείωση της αξίας του κυβερνητικού ομολόγου, το οποίο θα εισέφερε η Κυβέρνηση στη Λαϊκή Τράπεζα για να καλύψει την αύξηση κεφαλαίου. Υπό αυτά τα δεδομένα και κατόπιν συνεννόησης με τον τότε Υπουργό Οικονομικών, εισηγήθηκα στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας να υποβληθεί αίτημα για χρηματοδοτική στήριξη της Δημοκρατίας μέσω προγράμματος. Το αίτημα κατέστη άμεσα αναγκαίο λόγω της υποβάθμισης που προανέφερα και αποτελούσε, εφόσον θέλουμε να αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, απότοκο της διαχρονικής συσσώρευσης μεγάλων ανισορροπιών και ευπαθειών στον τραπεζικό τομέα, οι οποίες αναλύονται σε γραπτό υπόμνημα το οποίο παραδίδω στη Γραμματεία.
Το αίτημα για χρηματοδοτική στήριξη της Δημοκρατίας είναι κομβικής σημασίας για τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Κεντρική Τράπεζα από τις 30 Ιουνίου 2012 και μετά. Η κρατική στήριξη της Λαϊκής Τράπεζας είχε ως αποτέλεσμα οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας να βελτιωθούν, βελτίωση η οποία όμως ήταν πρόσκαιρη καθώς οι δείκτες επιδεινώθηκαν εκ νέου στις 31 Αυγούστου 2012 όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του 1ου εξαμήνου του 2012. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της αδυναμίας της Κυπριακής Δημοκρατίας να ανεύρει πόρους για να στηρίξει την ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος η Κεντρική Τράπεζα δεν θα μπορούσε επ` ουδενί να βασισθεί σε αυτή την πρόσκαιρη βελτίωση ώστε να συνεχίσει να παρέχει επείγουσα ρευστότητα στη Λαϊκή Τράπεζα. Ακόμα και αν εξέλιπε η ανάγκη για επείγουσα ρευστότητα, η Κεντρική Τράπεζα χρειαζόταν στέρεα διασφάλιση της ανακεφαλαιοποίησης ώστε να διατηρήσει την άδεια λειτουργίας της Λαϊκής Τράπεζας.
Η διασφάλιση αυτή δεν θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να είναι άλλη από τη χρηματοδοτική στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κεντρική Τράπεζα συνέχισε να παρέχει επείγουσα ρευστότητα στη Λαϊκή Τράπεζα, διατήρησε την άδεια λειτουργίας της Λαϊκής Τράπεζας, διατήρησε την άδεια λειτουργίας της Τράπεζας Κύπρου (τράπεζας που επίσης ζήτησε κρατική στήριξη ύψους €500 εκατομμυρίων στις 29 Ιουνίου 2012) και παρέσχε επείγουσα ρευστότητα στην Τράπεζα Κύπρου το Νοέμβριο του 2012 και εκ νέου το Φεβρουάριο του 2013, όλα αυτά επί τη βάσει του αιτήματος που υπέβαλε η Δημοκρατία για χρηματοδοτική στήριξη.
Ειδικά για την Τράπεζα Κύπρου επισημαίνω ότι λαμβανομένης υπόψη της σύστασης της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τη δημιουργία προσωρινών αποθεμάτων κεφαλαίου για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα, η τράπεζα παρουσίαζε έλλειμμα κεφαλαίου €1.560 εκατομμυρίων το οποίο έπρεπε να εκμηδενιστεί μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012. Μέρος αυτού του ελλείμματος καλυπτόταν από τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου ύψους €887 εκατομμυρίων και συνεπώς υπολείπονταν €673 εκατομμύρια. Μάλιστα, η διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου με διαβεβαίωνε κατά τη διάρκεια συναντήσεων το Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 ότι με την επικείμενη πώληση των ασφαλιστικών θυγατρικών εταιριών η Τράπεζα Κύπρου θα ικανοποιούσε την απαίτηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών μέχρι τις 30 Ιουνίου 2012. Παραδίδω στη Γραμματεία αλληλογραφία μεταξύ Κεντρικής Τράπεζας και Τράπεζας Κύπρου που προηγήθηκε του αιτήματος για κρατική στήριξη καθώς και το αίτημα καθεαυτό.
Αντιλαμβάνεστε συνεπώς τι συνεπαγόταν κάθε ημέρα που περνούσε χωρίς να υπάρχει κατάληξη των διαπραγματεύσεων για τη χρηματοδοτική στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας: Ετίθετο σε κίνδυνο η διατήρηση στη ζωή των δυο μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας και η αδιάλειπτη παροχή βασικών τραπεζικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Κάτω από αυτή την πίεση, η Κεντρική Τράπεζα εργάστηκε, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητές της, προς την κατεύθυνση επίτευξης συμφωνίας για ένα πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης. Αφενός κατέληξε μέσα από εντατική εργασία του προσωπικού της σε καταρχήν συμφωνία με την Τρόικα το Νοέμβριο του 2012 σε ό,τι αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα. Αφετέρου προειδοποιούσε γραπτώς και προφορικώς την πολιτική ηγεσία για τις συνέπειες της καθυστέρησης στην υπογραφή μνημονίου. Παραδίδω αντίγραφο αυτών των γραπτών προειδοποιήσεων στη Γραμματεία. Για τις προφορικές προειδοποιήσεις παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στη συνάντηση των πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που πραγματοποιήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2012.
Ας μου επιτραπεί μια ακόμα αναφορά στη σχέση ανάμεσα στο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης και την παροχή επείγουσας ρευστότητας. Έχει ασκηθεί κριτική κατά της Κεντρικής Τράπεζας περί παράβασης των κανόνων για παροχή επείγουσας ρευστότητας. Έχει μάλιστα παρερμηνευθεί δήλωση στην οποία προέβην περί διατήρησης της Λαϊκής στον αναπνευστήρα μέχρι τις εκλογές. Η φερεγγυότητα των δυο μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας στηριζόταν στην προοπτική της χρηματοδοτικής στήριξης της Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Χωρίς την προοπτική αυτή, η Κεντρική Τράπεζα όφειλε εκ του νόμου να διακόψει την παροχή επείγουσας ρευστότητας και να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου βυθίζοντας έτσι στο σκοτάδι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και κατ` επέκταση την οικονομία της χώρας. Κατ΄ αυτή την έννοια, από τη στιγμή που Ευρωπαίοι αξιωματούχοι άρχισαν περί τα τέλη του 2012 να θεωρούν ότι η τότε Κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να υπογράψει Μνημόνιο και προέβαιναν σε δημόσιες τοποθετήσεις ότι το Μνημόνιο θα υπογραφόταν από τη νέα Κυβέρνηση, το σύνολο της οικονομίας μπήκε στον αναπνευστήρα μέχρι τις εκλογές. Η αναβολή αυτή επιβεβαιώθηκε στο Eurogroup της 21ης Ιανουαρίου 2013. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι λίγες ημέρες μετά το Eurogroup της 21ης Ιανουαρίου 2013 η δυνατότητα της Λαϊκής Τράπεζας για άντληση επείγουσας ρευστότητας έφτασε σε οριακά επίπεδα λόγω της μείωσης της αξίας των διαθέσιμων εξασφαλίσεων. Η Κεντρική Τράπεζα ενήργησε με αποκλειστικό γνώμονα το καθήκον διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και, αν μου επιτρέπετε τον όρο, περιήλθε σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρείας εν μέσω της πολιτικής αντιπαράθεσης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο που συνοδεύει τα προγράμματα διάσωσης. (Εξ ου και αποτελεί πλέον αδήριτη ανάγκη η θεσμική ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρώπη, η εγκαθίδρυση δηλαδή κοινών πανευρωπαϊκών μηχανισμών εποπτείας, προστασίας καταθέσεων και εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων.)
Προτού ολοκληρώσω την εισαγωγική μου δήλωση με ορισμένες πληροφορίες για το διαγνωστικό έλεγχο της PIMCO και για τα γεγονότα του Μαρτίου του 2013, θα ήθελα να αναφερθώ επιγραμματικά στην έρευνα για το μέλλον του κυπριακού τραπεζικού τομέα η οποία διεξάγεται από ανεξάρτητη επιτροπή καθώς και στην έρευνα η οποία διεξήχθη από την Alvarez & Marsal για λογαριασμό της Κεντρικής Τράπεζας επί συγκεκριμένων πρόσφατων γεγονότων που επηρέασαν τα δυο μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Έναυσμα για αυτή την πρωτοβουλία ήταν η κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα δυο μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας τα οποία χρειάστηκαν κρατική στήριξη. Οι δυο έρευνες, οι οποίες συμπληρώνουν η μια την άλλη, υποβοηθούν την Κεντρική Τράπεζα στον εποπτικό ρόλο της αναδεικνύοντας τα κενά στην εταιρική διακυβέρνηση των πιστωτικών ιδρυμάτων και τις αδυναμίες της εποπτικής λειτουργίας. Τα πορίσματα αυτών των ερευνών θα βοηθήσουν την Κεντρική Τράπεζα αλλά και τους θεσμούς γενικότερα να διαμορφώσουν προτάσεις για ενδυνάμωση του ρόλου τους και εξορθολογισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ήδη είναι διαθέσιμη η ενδιάμεση έκθεση της Ανεξάρτητης Επιτροπής για το μέλλον του κυπριακού τραπεζικού τομέα την οποία και παραδίδω στη Γραμματεία.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την έκθεση της Alvarez & Marsal, αντιλαμβάνομαι ότι έχει υποβοηθήσει την Ερευνητική Επιτροπή στο έργο της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα αρχεία της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι γενικά στη διάθεση της Ερευνητικής Επιτροπής και για τη διερεύνηση οποιωνδήποτε άλλων γεγονότων. Αναφέρω για παράδειγμα ότι η Κεντρική Τράπεζα είχε σοβαρές ανησυχίες για την εταιρική διακυβέρνηση της Τράπεζας Κύπρου προ της εξυγίανσης με το διοικητικό συμβούλιο να μη χαρακτηρίζεται από τον απαραίτητο δυναμισμό, διορατικότητα και προνοητικότητα αλλά να λειτουργεί περισσότερο ως ένα εγκριτικό σώμα διστακτικό σε αλλαγές και εκσυγχρονισμό της εταιρικής διακυβέρνησης. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις διαφαινόταν σύγκρουση μεταξύ των προσωπικών συμφερόντων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των συμφερόντων της Τράπεζας Κύπρου. Τα στοιχεία που διαθέτει η Κεντρική Τράπεζα είναι βεβαίως στη διάθεση της Ερευνητικής Επιτροπής και παραδίδω σχετικό υλικό στη Γραμματεία, περιλαμβανομένης και αλληλογραφίας με την Τράπεζα Κύπρου σχετικά με τη συνεργασία της κατά τη διεξαγωγή της έρευνας της Alvarez & Marsal.
Η υποχρέωση για διεξαγωγή διαγνωστικού ελέγχου στις τράπεζες τέθηκε από την Τρόικα κατά την πρώτη επίσκεψή της τον Ιούλιο του 2012. Όπως είναι γνωστό συστάθηκε συντονιστική επιτροπή με συμμετοχή και εκπροσώπων της Τρόικας. Η συντονιστική επιτροπή κατάρτισε τους όρους εντολής και ζήτησε προσφορές από πέντε εταιρείες. Κατόπιν αξιολόγησης, πληροφορίες για την οποία έχουν δοθεί στην Ερευνητική Επιτροπή, επελέγη η PIMCO. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να αναφέρω ότι η Τράπεζα Κύπρου, η οποία επανειλημμένα εξέφρασε τη διαφωνία της για τη μεθοδολογία και τις παραδοχές που χρησιμοποίησε η PIMCO, χωρίς να ενημερώσει την Κεντρική Τράπεζα και με αχρείαστο κόστος περίπου €470 χιλιάδων ανέθεσε σε ξένο οίκο τη διεξαγωγή άλλου διαγνωστικού έλεγχου με σκοπό να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της PIMCO και να χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα για την άσκηση πολιτικών πιέσεων. Ο οίκος που επελέγη από την Τράπεζα Κύπρου είχε υποβάλει προσφορά στη συντονιστική επιτροπή και είχε απορριφθεί λόγω απειρίας σε συγκεκριμένους τομείς του διαγνωστικού ελέγχου. Αναφέρω ενδεικτικά ότι τα αποτελέσματα της PIMCO υποβλήθηκαν σε ενδελεχή και συγκριτική ανάλυση από εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προτού γίνουν αποδεκτά από τους εκπροσώπους της Τρόικα. Συνεπώς ήταν ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα οποιοδήποτε άλλου οίκου δεν μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τα αποτελέσματα της PIMCO, ούτε να χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας.
Η απόφαση του Eurogroup της 15ης Μαρτίου 2013 ανέτρεψε τη βασική γραμμή της καταρχήν συμφωνίας με την Τρόικα του Νοεμβρίου 2012, ότι δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα ανακεφαλαιοποιείτο με πόρους του προγράμματος ύψους €10 δισεκατομμυρίων. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά και αντιλαμβάνομαι ότι ήδη έχουν δοθεί από την Κεντρική Τράπεζα ορισμένες πληροφορίες οι οποίες της είχαν ζητηθεί. Ομοίως είναι γνωστή η απόφαση του δεύτερου Eurogroup της 25ης Μαρτίου η οποία κινείτο στην ίδια λογική της μη χρήσης πόρων του προγράμματος για την ανακεφαλαιοποίηση, εν προκειμένω, της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου. Δηλαδή στη θέση των 10 δισεκατομμυρίων για την ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονταν στην καταρχήν συμφωνία με την Τρόικα το Νοέμβριο του 2012, το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε ουσιαστικά στις 25 Μαρτίου 2013 περιελάμβανε ποσό €2,5 δισεκατομμυρίων για την ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με ρητό όρο ότι το ποσό αυτό δεν θα διετίθετο για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου. Το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η Κεντρική Τράπεζα από το σημείο εκείνο και έπειτα καθορίστηκε από αυτή την πολιτική απόφαση η οποία περιελάμβανε τόσο την πώληση των εν Ελλάδι υποκαταστημάτων όσο και τις βασικές αρχές για την απορρόφηση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας από την Τράπεζα Κύπρου και τη διάσωση της Τράπεζας Κύπρου με ίδια μέσα.
Δράττομαι της ευκαιρίας να υπενθυμίσω ότι, σε σχέση με τις εν Ελλάδι εργασίες των κυπριακών τραπεζών, η Κεντρική Τράπεζα είχε από καιρού διερευνήσει τις διαθέσιμες επιλογές για την προστασία της σταθερότητας του κυπριακού τραπεζικού συστήματος έναντι της δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα. Το Μάιο του 2012 συναντήθηκα με τον Έλληνα ομόλογό μου και συζητήσαμε μεταξύ άλλων την επιλογή της θυγατροποίησης των εν Ελλάδι εργασιών των κυπριακών τραπεζών. Η επιλογή αυτή, για την οποία υπήρξαν και δημοσιεύματα στον τύπο εκείνης της εποχής, δεν θα εξάλειπτε μεν την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης που αντιστοιχούσε σε αυτές τις εργασίες, ενδεχομένως όμως να επέτρεπε μια τελική διευθέτηση ευνοϊκότερη για τις εμπλεκόμενες τράπεζες από τη διευθέτηση που υπό πίεση χρόνου και κατόπιν πολύ συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων κληθήκαμε να υλοποιήσουμε στις 26 Μαρτίου 2013. Η πώληση που πραγματοποιήθηκε συνεπεία των πολιτικών αποφάσεων ήταν η καλύτερη δυνατή υπό τις περιστάσεις. Οι περιστάσεις όμως ενδεχομένως να ήταν διαφορετικές αν οι έγκαιρες προσπάθειες της Κεντρικής Τράπεζας δεν είχαν προσκρούσει στη σθεναρή άρνηση ιδίως της Τράπεζας Κύπρου να εξετάσει την επιλογή της θυγατροποίησης και πώλησης για τις εν Ελλάδι εργασίες της. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξε άρνηση της Τράπεζας Κύπρου για πραγματοποίηση συνάντησης σε ανώτατο επίπεδο με συγκεκριμένη διεθνή επενδυτική τράπεζα που είχε εμπειρία από άλλο παρόμοιο εγχείρημα στην Ελλάδα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Κεντρική Τράπεζα είχε κάνει κρούση προ της εξυγίανσης προς την Τράπεζα της Ελλάδος σε μια προσπάθεια να αναληφθεί από αυτή η παροχή επείγουσας ρευστότητας προς τα υποκαταστήματα Λαϊκής και Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα. Η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε. Παραδίδω σχετικό υλικό στη Γραμματεία.
Ιδίως σε ό,τι αφορά τη μεταφορά της οφειλόμενης επείγουσας ρευστότητας από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου για την οποία η Κεντρική Τράπεζα έχει δεχθεί σφοδρή κριτική αν και περιέχεται στην απόφαση του Eurogroup της 25ης Μαρτίου 2013, αξίζει να αναφερθεί ότι το ύψος της επείγουσας ρευστότητας προς τη Λαϊκή Τράπεζα στις 29 Μαρτίου 2013 ανερχόταν μεν σε €9,1 δισεκατομμύρια όμως το ποσό αυτό περιελάμβανε οφειλή €1,2 δισεκατομμυρίων της Τράπεζας Κύπρου προς τη Λαϊκή Τράπεζα η οποία προέκυψε στις 26 Μαρτίου 2013. Συγκεκριμένα, στις 26 Μαρτίου 2013, ενώ η συμφωνία πώλησης για τα υποκαταστήματα της Λαϊκής Τράπεζας προέβλεπε καταβολή €1,7 δισεκατομμυρίων από την Τράπεζα Πειραιώς προς τη Λαϊκή Τράπεζα, η συμφωνία πώλησης για τα υποκαταστήματα της Τράπεζας Κύπρου προέβλεπε καταβολή €1,2 δισεκατομμυρίων από την Τράπεζα Κύπρου προς την Τράπεζα Πειραιώς. Δεδομένου ότι στις 26 Μαρτίου 2013 είχε ήδη δρομολογηθεί η απορρόφηση των εργασιών της Λαϊκής από την Τράπεζα Κύπρου, η Λαϊκή Τράπεζα χρηματοδότησε την οφειλή της Τράπεζας Κύπρου προς την Τράπεζα Πειραιώς και συνεπώς η καθαρή οφειλή από επείγουσα ρευστότητα που μεταφέρθηκε από τη Λαϊκή στην Τράπεζα Κύπρου στις 29 Μαρτίου 2013 ανερχόταν σε €7,9 δισεκατομμύρια.
Όπως γνωρίζετε τα μέτρα εξυγίανσης που ελήφθησαν επί της Τράπεζας Κύπρου και επί της Λαϊκής Τράπεζας εξετάζονται στο πλαίσιο πληθώρας διαφορών που έχουν αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων. Για το λόγο αυτό δεν θα ήθελα να επεκταθώ επί του θέματος και επί των επιχειρημάτων που στηρίζουν τη θέση της Κεντρικής Τράπεζας.
Περιορίζομαι απλώς να αναφέρω ότι η “εναλλακτική λύση”, πάλι εντός εισαγωγικών, θα ήταν η εκκαθάριση των δυο ιδρυμάτων η οποία θα συνεπαγόταν την απογύμνωση τους από σημαντικό μέρος των στοιχείων ενεργητικού τα οποία χρησιμοποιούνταν ως εξασφαλίσεις, την ανάγκη αποζημίωσης των ασφαλισμένων καταθετών για το δυσθεώρητο ποσό των €19,7 δισεκατομμυρίων περίπου και για τις δυο τράπεζες (ημερομηνία αναφοράς: 31/12/2012), τη διακοπή βασικών τραπεζικών υπηρεσιών και την απώλεια πλέον των πέντε χιλιάδων θέσεων εργασίας.