Σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, η δυσλεξία προκαλείται από προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τις ακουστικές και τις γλωσσικές, που έχουν ως συνέπεια την ελαττωματική νευρική «καλωδίωση».
Η δυσλεξία είναι μια συχνή μαθησιακή νευρολογική διαταραχή, από την οποία πάσχει το 4% έως 10% του παγκόσμιου πληθυσμού (ανάλογα με τη χώρα και τη γλώσσα) και η οποία δεν κάνει κοινωνικο-οικονομικές ή φυλετικές διακρίσεις. Οι δυσλεκτικοί συχνά δυσκολεύονται να γράψουν και να διαβάσουν σωστά, με συνέπεια να έχουν προβλήματα στην πορεία της εκπαίδευσής τους.
Από την άλλη, διάσημοι και πανέξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Γουόλτ Ντίσνεϊ και ο Στιβ Τζομπς, δεν εμποδίστηκαν από τη δυσλεξία τους να φθάσουν ψηλά στις επιδιώξεις τους.
Η δυσλεξία, που μπορεί να κληρονομηθεί, αποτελεί ένα είδος «τύφλωσης απέναντι στις λέξεις» και είναι άσχετη με τον δείκτη νοημοσύνης, με αποτέλεσμα αρκετοί να μην την θεωρούν πραγματικό ιατρικό πρόβλημα, ενώ άλλοι επιμένουν πως πρόκειται για βιολογικό θέμα που άπτεται της νευροεπιστήμης. Έτσι, μέχρι σήμερα δύο είναι οι κυρίαρχες θεωρίες για τις αιτίες της: είτε ότι προκαλείται από πραγματικά προβλήματα «καλωδίωσης» του εγκεφάλου (κάτι που έρχεται να ενισχύσει η νέα έρευνα), είτε ότι προέρχεται απλώς από την ανικανότητα του εγκεφάλου να κατανοήσει τη σχέση ήχων και συμβόλων που απαρτίζουν την ανθρώπινη γλώσσα (χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ελαττωματικό νευροβιολογικό υπόβαθρο).
Οι ερευνητές από το Βέλγιο, τη Βρετανία και την Ελβετία, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχιατρικής Μπαρτ Μπόετς του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβέν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, το “Nature” και το “New Scientist”, μελέτησαν τους εγκεφάλους 23 ενήλικων ανθρώπων με δυσλεξία και 22 χωρίς αυτήν, με τη βοήθεια λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI).
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δυσλεκτικοί καταλαβαίνουν μεν μια χαρά τις ελάχιστες «μονάδες ήχου» (τα λεγόμενα «φωνήματα») της γλώσσας, με τα οποία δημιουργούνται οι λέξεις, όμως δεν διαθέτουν τα κατάλληλα νευρωνικά «κυκλώματα» για την επεξεργασία τους λόγω των προβλημάτων ενδοεπικοινωνίας του εγκεφάλου.
Όπως είπε ο Μπόετς, καταρρίπτεται η ευρέως διαδεδομένη άποψη (δηλαδή η δεύτερη θεωρία περί δυσλεξίας) ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτήν, έχουν κατώτερη ικανότητα να αναγνωρίσουν και να διακρίνουν τους ξεχωριστούς ήχους μιας γλώσσας. Αντίθετα, όπως είπε, το πρόβλημα πηγάζει από την ελλιπή διασύνδεση ανάμεσα στην ακουστική περιοχή του εγκεφάλου (όπου γίνεται η επεξεργασία των ήχων των φωνημάτων) και στην περιοχή του Μπροκά (όπου γίνεται η ανωτέρου επιπέδου φωνολογική επεξεργασία της γλώσσας).
Οι ερευνητές εξέφρασαν την ελπίδα πως η έρευνά τους μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών τεχνικών για τη βελτίωση της κατάστασης των δυσλεκτικών ανθρώπων, για παράδειγμα μέσω μη επεμβατικής διέγερσης του εγκεφάλου (όπως είναι η μαγνητική διακρανιακή διέγερση).
Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια δεύτερη σχετική έρευνα, που θα μελετήσει τους εγκεφάλους παιδιών με κληρονομικό κίνδυνο δυσλεξίας, για να διαπιστωθεί με ποιό τρόπο η δυσλεξία αναπύσσεται διαχρονικά.