Πολύωρη ήταν η τελική αγόρευση των εκπροσώπων της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνας Ευθυβούλου και Χρίστιας Κυθραιώτου, ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου, στη Λάρνακα, συνεχίστηκε σήμερα η εξέταση των γεγονότων που οδήγησαν στη φονική έκρηξη που σημειώθηκε στη ναυτική βάση «Ευάγγελος Φλωράκης» στο Μαρί στις 11 Ιουλίου 2011.
Μέσα από ένα κείμενο 300 σελίδων η Γενική Εισαγγελία ζήτησε από το Κακουργιοδικείο να βρει «ένοχους και τους έξι κατηγορουμένους στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν» σχετικά με τη φονική έκρηξη στο Μαρί.
Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνα Ευθυβούλου καταλόγισε στους κατηγορουμένους αμέλεια η οποία, όπως σημείωσε, ενσαρκώνεται ανάλογα, είτε στην παράλειψη να παρεμποδίσουν την έκρηξη των εμπορευματοκιβωτίων αν και γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ήταν ενδεχόμενη ή πιθανή, είτε στην παράλειψη να ενημερώσουν για το ενδεχόμενο έκρηξης, είτε να δώσουν οδηγίες για απομάκρυνση των προσώπων σε απόσταση ασφαλείας, με αποτέλεσμα η έκρηξη της 11ης Ιουλίου 2011 να φέρει το θάνατο 13 προσώπων.
Η Κατηγορούσα Αρχή ξεκίνησε την αγόρευση της κάνοντας αναφορά στον συνταγματάρχη Γιώργο Γεωργιάδη, ο οποίος ήταν αρχικά κατηγορούμενος στη διαδικασία παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, ωστόσο, στη συνέχεια ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε τη συμπερίληψή του στον κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας. Ο συνταγματάρχης ήταν ο γενικός συντονιστής της επιχείρησης κατάσχεσης και αποθήκευσης των εμπορευματοκιβωτίων στο Μαρί.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης όλων των κατηγορουμένων, τόσο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας όσο και στις τελικές τους αγορεύσεις, υπέδειξαν τον συνταγματάρχη Γεωργιάδη ως τον βασικό υπαίτιο της φονικής έκρηξης, καταλογίζοντας του ευθύνη παραπλάνησης όλων των άλλων εμπλεκόμενων ως προς το μέγεθος του κινδύνου.
Η Κατηγορούσα Αρχή χαρακτήρισε τον συνταγματάρχη Γεωργιάδη «μάρτυρα αληθείας», προσθέτοντας πως «ο συνταγματάρχης Γεωργιάδης, την τελευταία εβδομάδα προσπαθούσε να πείσει την ηγεσία της Εθνικής Φρουράς και τον πολιτικό της προϊστάμενο για την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων χρησιμοποιώντας τη δύναμη των πιο παραστατικών επιχειρημάτων, πλην όμως οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν από κανέναν από τους τρεις άντρες που είχαν την εξουσία και τη δυνατότητα».
Αναφερόμενη στον 1ο Κατηγορούμενο πρώην Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Κυπριανού, η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι κατά τον επίδικο χρόνο λάμβανε τις καθοριστικές αποφάσεις για την τύχη του φορτίου του πλοίου Monchegorsk, σημειώνοντας συγκεκριμένα τις αποφάσεις να μνη γίνει καμιά αλλαγή στον τρόπο χειρισμού του φορτίου, από τον Αύγουστο του 2009.
Είπε επίσης ότι «ο τέως ΥΠΕΞ είχε ή όφειλε να είχε γνώση για τον κίνδυνο έκρηξης στα εμπορευματοκιβώτια με αποτέλεσμα την 11/7/11 να ξεκινήσει φωτιά στα εμπορευματοκιβώτια η οποία οδήγησε στην έκρηξη και τον θάνατο δεκατριών ανθρώπων».
Για τον 2ο κατηγορούμενο, πρώην Υπουργό Αμυνας Κώστα Παπακώστα η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι αν και γνώριζε για το περιεχόμενο των εισηγήσεων της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων από την επιθεώρηση της 6ης Ιουλίου 2011 και αν και αντιλήφθηκε πλήρως την επικινδυνότητα από τις 5 Ιουλίου 2011, δεν έπραξε οτιδήποτε, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι θα έπρεπε να δράσει η ηγεσία της Εθνικής Φρουράς από μόνη της ή ακόμα ότι έδωσε οδηγίες αλλά δεν εκτελέστηκαν.
Πρόσθεσε πως «ένα πρόσωπο που προΐσταται πολιτικά της Εθνικής Φρουράς, με όλες εκείνες τις εξουσίες που συγκεντρώνει στο πρόσωπο του, με πλήρη γνώση της σοβαρότητας της κατάστασης και που ο ίδιος δεν απέκλειε μια νέα ανάφλεξη η οποία θα προκαλούσε τεράστια πυρκαγιά, στην πραγματικότητα δεν έπραξε οτιδήποτε. Αφέθηκε να εύχεται, αν γίνει δεχτός ο αρχικός ισχυρισμός του, ότι η ηγεσία της Ε.Φ. θα λάμβανε τα αναγκαία μέτρα και σε κανένα στάδιο επανήλθε να τους ρωτήσει τί μέτρα έλαβαν και προς ποιά κατεύθυνση».
Για τον 3ο Κατηγορούμενο πρώην Υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς Σάββα Αργυρού, η Κατηγορούσα Αρχή τόνισε ότι είχε ενεργό εμπλοκή στο θέμα του φορτίου από την άφιξή του στη Δημοκρατία, γνώριζε για τις ποσότητες και το είδος των υλικών που είχαν στοιβαχτεί υπαίθρια στη ναυτική βάση, γνώριζε για τους κινδύνους από την υπαίθρια τοποθέτηση και την έκθεση των εμπορευματοκιβωτίων σε απαγορευτικές συνθήκες και είχε ενημερωθεί από τις 4 Ιουλίου 2011 για το διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο καθώς και για την επιθεώρηση της 6ης Ιουλίου.
Είπε ακόμα ότι «έχοντας ή οφείλοντας να έχει, πλήρη επίγνωση του κινδύνου για το ενδεχόμενο νέας ανάφλεξης και έκρηξης στο διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο και την σοβαρότητα της κατάστασης όπως είχε διαμορφωθεί, δεν έπραξε οτιδήποτε προς αποτροπή του κινδύνου, με αποτέλεσμα την 11η Ιουλίου 2011 να συμβεί νέα αυτοανάφλεξη στο διογκωμένο εμπορευματοκιβώτιο η οποία οδήγησε σε φωτιά και στη συνέχεια στην έκρηξη των εμπορευματοκιβωτίων και στο θάνατο των δεκατριών προσώπων».
Για τους κατηγορούμενους 4, 5 και 6 δηλαδή τον Διευθυντή και τον τελούντα σε διαθεσιμότητα Αναπληρωτή Δευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας τότε Ανδρέα Νικολάου και Χαράλαμπο Χαραλάμπους και τον τελούντα σε διαθεσιμότητα Διοικητή της ΕΜΑΚ Ανδρέα Λοϊζίδη, η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι είχαν καθήκον να ενημερώσουν για τον κίνδυνο έκρηξης, τον οποίο γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Πρόσθεσε πως «η γνώση τους για τον κίνδυνο έκρηξης (ή η υποχρέωσή τους να γνωρίζουν για αυτόν) σε συνδυασμό με την αποδεκτή εκ μέρους τους δυνατότητα που είχαν να ενημερώσουν σχετικά τα μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τους καθιστά ποινικά υπεύθυνους για τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Αυτό αναμένεται να εκτελέσουν άλλωστε ο Διευθυντής και Βοηθός (Αναπληρωτής Διευθυντής) του πυροσβεστικού σώματος, και ο Διοικητής της ΕΜΑΚ», είπε, και σημείωσε πως «αντί αυτού επέδειξαν αδράνεια, ολιγωρία και αμέλεια με αποτέλεσμα το θάνατο των 13 προσώπων».
Αναφορικά με τις επιπλέον κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι Χαραλάμπους και Λοϊζίδης για παράλειψη να δώσουν οδηγίες απομάκρυνσης και εκκένωσης του στρατοπέδου στις 11 Ιουλίου, η Κατηγορούσα Αρχή χαρακτήρισε τους χειρισμούς τους «αναποτελεσματικούς και εγκληματικούς», με δεδομένο, όπως ανέφερε, ότι είχαν καλύτερη εικόνα από τον αρχιλοχία Παπαδόπουλο αφού γνώριζαν από τις 6 Ιουλίου όλες τις λεπτομέρειες.
Σημείωσε πως «η εκκένωση του στρατοπέδου μπορεί να μην μείωνε τις υλικές ζημιές, να μην αποτρεπόταν η καταστροφή του Βασιλικού αλλά θα έσωζε το σημαντικότερο, τις ανθρώπινες ζωές. Το καθήκον επιμέλειάς τους, που είχαν έναντι όχι μόνο των μελών της ΕΜΑΚ αλλά και όλων των παρευρισκόμενων στη Ναυτική Βάση Εθνικής Φρουράς είναι δεδομένο» ανέφερε η εκπρόσωπος της Γενικής Εισαγγελίας.
Κάνοντας ειδική αναφορά στον νεκρό αρχιλοχία Ανδρέα Παπαδόπουλο η Κατηγορούσα Αρχή είπε ότι «υπήρξε διάχυτη η προσπάθεια της υπεράσπισης στο να καταδείξει ότι οι Χαραλάμπους και Λοϊζίδης δεν γνώριζαν τίποτα περισσότερο από τον Λοχία Παπαδόπουλο την 11η Ιουλίου. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι ήταν το πρόσωπο που είχε την αποκλειστική ευθύνη χειρισμού του επεισοδίου. Ανεξάρτητα από το τί είπαν οι Χαραλάμπους και Λοϊζίδης στον Παπαδόπουλο τις τελευταίες ώρες, η εικόνα της σκηνής μιλά από μόνη της. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι εάν δίνονταν οι οδηγίες που έπρεπε, σήμερα δεν θα υπήρχαν τα 13 θύματα του Μαρί» κατέληξε η Κατηγορούσα Αρχή.
Η ακροαματική διαδικασία θα συνεχιστεί την Πέμπτη 30 Μαΐου, ώστε οι συνήγοροι υπεράσπισης να απαντήσουν στις θέσεις της Κατηγορούσας Αρχής ενώ η Κατηγορούσα Αρχή θα τοποθετηθεί επί των αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης.