Τα ανθρωποειδή ρομπότ μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για να αξιολογηθεί η ψυχική κατάσταση των παιδιών, σύμφωνα με επιστήμονες στη Βρετανία. Μάλιστα φαίνεται πως ένα ρομπότ σε αρκετές περιπτώσεις καταφέρνει να φέρει στο φως καλύτερα και από τους γονείς ή τους ειδικούς πιθανά ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών.
Οι ερευνητές (ρομποτιστές, ειδικοί της πληροφορικής και ψυχίατροι) του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, με επικεφαλής την τουρκικής καταγωγής καθηγήτρια Χατίς Γκουνές, επικεφαλής του Εργαστηρίου Συναισθηματικής Νοημοσύνης και Ρομποτικής, οι οποίοι έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο στη Νάπολη της Ιταλίας (31st IEEE International Conference on Robot & Human Interactive Communication RO-MAN), μελέτησαν 28 παιδιά οκτώ έως 13 ετών, με τη βοήθεια ενός μικρόσωμου ανθρωποειδούς ρομπότ Nao ύψους 60 εκατοστών.
Το ρομπότ έκανε ερωτήσεις από ένα ψυχολογικό ερωτηματολόγιο, ώστε να αξιολογηθεί η ψυχική υγεία κάθε παιδιού. Οι γονείς και οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τη διαδικασία αθέατοι από ένα διπλανό δωμάτιο. Τα παιδιά μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν με το ρομπότ, είτε μιλώντας του είτε αγγίζοντας τα χέρια και τα πόδια του όπου βρίσκονταν αισθητήρες αφής. Όλα τα παιδιά δήλωσαν μετά το πείραμα ότι ευχαριστήθηκαν την κουβέντα με το ρομπότ.
Διαπιστώθηκε, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι τα παιδιά ήταν εν γένει πρόθυμα να εκμυστηρευθούν στο ρομπότ ακόμη και πράγματα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν μοιρασθεί με άλλους, γονείς ή γιατρούς. Μερικά παιδιά που είχαν πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα, μπόρεσαν πιο εύκολα να μιλήσουν γι’ αυτά στο ρομπότ παρά σε άνθρωπο.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «εφόσον το ρομπότ που χρησιμοποιήθηκε ήταν σε μέγεθος παιδιού και καθόλου απειλητικό, τα παιδιά το εμπιστεύθηκαν και ένιωσαν ότι δεν θα έχουν πρόβλημα αν μοιραστούν μυστικά μαζί του. Και άλλες μελέτες έχουν βρει ότι τα παιδιά είναι πιθανότερο να εκμυστηρευθούν προσωπικές πληροφορίες, για παράδειγμα ότι έχουν πέσει θύμα εκφοβισμού, σε ένα ρομπότ παρά σε έναν ενήλικα».
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι μελλοντικά τα ρομπότ μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο επιπρόσθετο εργαλείο πέρα από τις παραδοσιακές μεθόδους ψυχολογικής αξιολόγησης και καθησύχασαν ότι δεν προορίζονται για να αντικαταστήσουν τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας.
Τόνισαν ότι «δεν έχουμε καμία πρόθεση να αντικαταστήσουμε με ρομπότ τους ψυχολόγους ή τους άλλους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, επειδή η εμπειρία των τελευταίων ξεπερνά κατά πολύ οτιδήποτε μπορεί να κάνει ένα ρομπότ. Όμως, όπως δείχνει η έρευνα μας, τα ρομπότ μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο εργαλείο που θα βοηθήσει τα παιδιά να ανοιχθούν και να μοιρασθούν πράγματα που αλλιώς δεν θα ένιωθαν άνετα να πουν».
Οι ερευνητές σκοπεύουν να επεκτείνουν την έρευνα τους στο μέλλον, συμπεριλαμβάνοντας περισσότερα παιδιά και παρακολουθώντας τη σχέση τους με τα ρομπότ σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Επίσης, θα διερευνηθεί κατά πόσο παρόμοια θετικά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν αν τα παιδιά αλληλεπιδρούν με ρομπότ όχι δια ζώσης αλλά μέσω βιντεοκλήσης.
Τα περιστατικά άγχους και κατάθλιψης στα παιδιά εμφάνιζαν ανοδική τάση ήδη πριν την πανδημία, η οποία επιδείνωσε την κατάσταση της ψυχικής υγείας τους.