Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε πρόσφατα τη δέκατη αύξηση στο βασικό επιτόκιο το οποίο πλέον είναι στο 4,5%.
Τις συνέπειες των αποφάσεων αυτών βιώνει και η κυπριακή οικονομία, με τους δανειολήπτες πρωτίστως να καταγράφουν επιπρόσθετες απώλειες στο διαθέσιμο τους εισόδημα.
Η αύξηση των επιτοκίων στη κυρίαρχη οικονομική σκέψη προσεγγίζεται ως ένα από τα βασικά εργαλεία μείωσης του πληθωρισμού. Η αφετηριακή προσέγγιση ξεκινά από τη λογική που λέει ότι αν αυξηθούν τα επιτόκια τότε θα περιοριστεί το χρήμα που κυκλοφορεί στην αγορά και συνακόλουθα θα συγκρατηθεί η κατανάλωση και κατ’ επέκταση η ζήτηση. Με βάση την κλασσική προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας, η μείωση της ζήτησης θα επιφέρει μείωση των τιμών και μείωση του πληθωρισμού.
Είναι σαφές πως κάτι τέτοιο όμως, πέραν από τις κοινωνικές, θα έχει και οικονομικές συνέπειες. Η αύξηση του κόστους δανεισμού για τα νοικοκυριά επιβραδύνει την κατανάλωση, για τις επιχειρήσεις περιορίζει τη διαθέσιμη ρευστότητά και κατ’ επέκταση τις επενδύσεις, για τον τραπεζικό τομέα δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες κεφαλαιουχικής επάρκειας λόγω αύξησης των ΜΕΔ και για το κράτος πιέζει προς τα κάτω τις αναπτυξιακές δαπάνες.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα παζλ ύφεσης της οικονομίας. Ήδη τα πρώτα σημάδια είναι ορατά με πολλές χώρες όπως είναι η Γερμανία να φλερτάρουν με οικονομική ύφεση.
Ο στόχος της ΕΚΤ για επαναφορά του πληθωρισμού στο 2% απέχει από την σημερινή πραγματικότητα (5,2% σήμερα στην Ευρωζώνη). Με αυτά τα δεδομένα δεν διαφαίνεται στο ορίζοντα αποκλιμάκωση των αυξημένων επιτοκίων.
Γιατί όμως τέτοια απόκλιση;
Ο πρώτος και κύριος λόγος βρίσκεται στο πυρήνα της απόφασης. Μέσα από την αύξηση των επιτοκίων προσεγγίζεται – σχεδόν εμμονικά – μόνο η πλευρά της ζήτησης. Ο αύξηση των επιτοκίων θα είχε καλύτερα αποτελέσματα εάν τον πληθωρισμό τροφοδοτούσε η υπερθέρμανση της οικονομίας λόγω αύξησης κατανάλωσης και επενδύσεων. Αλλά είναι διαπιστωμένο από όλους πως πληθωρισμός πηγάζει από την πλευρά της προσφοράς, αρχής γενομένης από την πανδημία και έπειτα από το πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στις γεωπολιτικές εξελίξεις με το συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία, την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΗΠΑ/ΕΕ από τη μια και Ρωσία/Κίνα από την άλλη και τις αποφάσεις χωρών του ΟΠΕΚ να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου. Παράγοντες που συμβάλουν στην παγκόσμια ενεργειακή και επισιτιστική κρίση και οδηγούν συνεχώς σε νέες κούρσες αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας.
Ο τρίτος λόγος αφορά στην υπερσυγκέντρωση της νομισματικής πολιτικής στην ΕΚΤ. Οι ίδιες αποφάσεις επηρεάζουν κράτη με πολύ διαφορετικά πληθωριστικά επίπεδα και διαφορετική διάρθρωση της οικονομίας. Η Κύπρος έχει πληθωρισμό μικρότερο (3,1%) από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει την πολιτική της ΕΚΤ χωρίς κάποια περιθώρια ευελιξίας.
Η ΕΚΤ και οι θιασώτες της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων στρουθοκαμηλίζουν γιατί γνωρίζουν πως αυτή η πολιτική θα έχει διάρκεια. Και μάλιστα μια διάρκεια που οι ίδιοι συντηρούν την ώρα που συνεχίζουν να εξοπλίζουν την Ουκρανία και να επιβάλουν κυρώσεις κατά το δοκούν.
Η ιστορία γνωστή και επαναλαμβανόμενη. Το κόστος των αποφάσεων πάει στους εργαζόμενους και το κέρδος στις τράπεζες.
Βάκης Χαραλάμπους
Μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ (Μέλος Τομέα Οικονομίας ΑΚΕΛ)