Οι πέντε μεγαλύτεροι εταιρικοί ρυπαντές είναι κατά σειρά η σαουδαραβική Aramco (4,38% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών της περιόδου 1965-2017), η αμερικανική Chevron (3,2%), η ρωσική Gazprom (3,19%), η αμερικανική ExxonMobil (3,09%) και η ιρανική National Iranian Oil (2,63%).
Την 20άδα συμπληρώνουν κατά σειρά οι BP, Shell, Coal India, Pemex, Petroleos de Venezuela, PetroChina, Peabody Energy, ConocoPhilips, Abu Dhabi, Kuwait Petroleum, Iraq National Oil, Total, Sonatrach, BHP Billiton και Petrobras.
Οι παγκόσμιες εκπομπές της περιόδου 1965-2018 έφθασαν συνολικά τους 1.354 δισεκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου και, από αυτούς, οι 20 εταιρείες έχουν «συμβάλει» με εκπομπές 480 δισεκατομμυρίων μετρικών τόνων διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου, κυρίως λόγω της καύσης των προϊόντων τους (βενζίνης, ντίζελ, φυσικού αερίου κ.α.) κατά τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα.
Το Ινστιτούτο έθεσε το 1965 ως αφετηρία της μελέτης του, επειδή εκείνο το έτος η ανθρωπότητα και κατ’ επέκταση η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων έμαθε για τις πιθανές επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή, οπότε άρχισε να έχει ηθική, οικονομική και νομική ευθύνη για τη συνεχιζόμενη εξόρυξη και χρήση των προϊόντων της.
Σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, η μελέτη εκτιμά ότι οι 20 εταιρείες ευθύνονται για το 30% όλων των εκπομπών άνθρακα που έχουν προέλθει από ανθρωπογενείς δραστηριότητες στη Γη από το 1751.
Σχολιάζοντας τη μελέτη, σύμφωνα με τη «Γκάρντιαν», ορισμένες εταιρείες υποστήριξαν ότι δεν ευθύνονται άμεσα για το πώς χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές τα προϊόντα τους, άλλες αμφισβήτησαν ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ορυκτών καυσίμων ήσαν πραγματικά γνωστές πριν 60 χρόνια, ενώ κάποιες τόνισαν ότι αποδέχονται την επιστήμη της κλιματικής αλλαγής και υποστηρίζουν τους στόχους της διεθνούς συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό των εκπομπών άνθρακα. Επισήμαναν επίσης τις προσπάθειες τους για επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε εναλλακτικές ενεργειακές πηγές χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα.