Έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία των μελών της Ολομέλειας σήμερα το απόγευμα η αναπομπή του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου για τη μείωση των ενοικίων και, ως εκ τούτου, παραμένουν ως έχουν συμφωνηθεί με τα σχετικά συμβόλαια τα ενοίκια που καταβάλλονται τόσο για κατοικία όσο και για εμπορική – επαγγελματική χρήση.
Υπέρ της αποδοχής της αναπομπής τάχθηκαν 26 Βουλευτές (ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ και Ζαχαρίας Κουλίας), ενώ καταψήφισαν 23 Βουλευτές (ΑΚΕΛ, ΚΣ ΕΔΕΚ, ΕΥΡΩΚΟ και Κίνημα Οικολόγων – Περιβαλλοντιστών) και υπήρξε και 1 αποχή από τη Συμμαχία Πολιτών.
Πριν την τελική ψηφοφορία, αποσύρθηκαν τροπολογίες που είχαν κατατεθεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΔΗΚΟ.
Ο νόμος αυτός είχε ψηφισθεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 17 Οκτωβρίου 2013 και αναπέμφθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατ’ επίκληση του άρθρου 51.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο αναπεμφθείς νόμος κατατέθηκε στη Βουλή υπό τη μορφή πρότασης νόμου στις 11 Απριλίου 2013 από τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών και Βουλευτή του ΑΚΕΛ, Γιάννο Λαμάρη, αποσκοπούσε δε σε ρύθμιση της μείωσης των ενοικίων.
Οι λόγοι της αναπομπής, όπως αυτοί αναφέρονται στην επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου 2013, είναι οι ακόλουθοι:
“Με τον αναπεμπόμενο νόμο το ποσό του ενοικίου που προβλέπεται από οποιαδήποτε υφιστάμενη σύμβαση μίσθωσης ή οποιοδήποτε υφιστάμενο ενοικιαστήριο έγγραφο ή οποιαδήποτε υφιστάμενη προφορική συμφωνία για επαγγελματικούς ή οικιστικούς σκοπούς, περιλαμβανομένης θέσμιας ενοικίασης, από την 1η Νοεμβρίου 2013 και μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2014, αμφοτέρων των ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, μειώνεται κατά διάφορα ποσοστά”.
“Το άρθρο 26 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, περιλαμβανομένου του δικαιώματος επιλογής του αντισυμβαλλομένου, προσχώρησης ή μη σε σύμβαση και διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμφωνίας. Ο καθορισμός των όρων κάθε σύμβασης από τους ίδιους τους αντισυμβαλλομένους, περιλαμβανομένου και του πληρωτέου ενοικίου για την ενοικίαση ακινήτου, αποτελεί έκφραση του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως”.
“Η Βουλή με τον αναπεμπόμενο νόμο ρυθμίζει τους όρους των πιο πάνω συμβάσεων που έχουν συναφθεί μέχρι και την 1η Σεπτεμβρίου 2012 και δη επιβάλλει όπως μειωθεί το συμφωνηθέν μεταξύ των αντισυμβαλλομένων ενοίκιο. Η παρέμβαση αυτή του νομοθέτη αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως και προσκρούει στο άρθρο 26 του Συντάγματος”.
Για να είναι συνταγματική αυτή η παρέμβαση, πρέπει να συντρέχουν οι νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφ` όσον συντρέχουν σωρευτικά κάποιες προϋποθέσεις”.
“Αυτό που ουσιαστικά δικαιολογεί την ενεργοποίηση της εφεδρείας του Δικαίου της Ανάγκης είναι η διαπίστωση υπαρκτού κινδύνου για την κατάρρευση της συνταγματικής τάξης. Υπό τις περιστάσεις, δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, με την έννοια που έχει αποδοθεί στους όρους αυτούς από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για τους ακόλουθους λόγους:
α. Οι επικρατούσες συνθήκες της αγοράς επιτρέπουν από μόνες τους τη μείωση ενοικίων, τόσο λόγω της πληθώρας ακινήτων που υπάρχουν σήμερα προς ενοικίαση όσο και της μείωσης στα ενοίκια στην οποία έχουν ήδη προβεί αρκετοί ιδιοκτήτες ακινήτων, όπως προκύπτει άλλωστε από τη ρύθμιση που προνοείται με το άρθρο 2(2) του αναπεμπόμενου νόμου, με το οποίο εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του συμβάσεις ενοικίασης οι οποίες έχουν καταρτιστεί μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2012. Τα ενοίκια ρυθμίζονται επομένως από την προσφορά και τη ζήτηση ακινήτων, χωρίς να απαιτείται η διά νόμου ρύθμιση του θέματος.
β. Οι εξαιρετικές περιστάσεις που δημιουργήθηκαν από τα γεγονότα του 1963-1964, καθώς και από τα τραγικά γεγονότα του 1974 και ιδιαίτερα της εισβολής, την κατάληψη μεγάλου τμήματος του εδάφους της Δημοκρατίας από τον τουρκικό στρατό και τον επακόλουθο εκτοπισμό μεγάλου τμήματος του λαού της Κύπρου κρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ενεργοποιούσαν το δίκαιο της ανάγκης, αφού δικαιολογούσαν τη λήψη μέτρων που ναι μεν αποτελούσαν παρέμβαση σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, αλλά ήταν αναγκαία για τη θωράκιση της έννομης τάξης από κινδύνους που προοιωνίζονται την κατάρρευσή της.
γ. Οι παρούσες περιστάσεις, όπως περιγράφονται στο προοίμιο του αναπεμπόμενου νόμου (“συνεπεία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης δημιουργήθηκε οικονομική δυσπραγία”), δεν είναι ανάλογες ούτε και εξομοιώνονται με τις συνθήκες που προαναφέρονται, ούτως ώστε να ενεργοποιείται το δίκαιο της ανάγκης”.
“Υπό το φως του συνόλου των ανωτέρω, δεν δικαιολογείται δυνάμει του Δικαίου της Ανάγκης η θέσπιση του αναπεμπόμενου νόμου, ο οποίος ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς το άρθρο 26 του Συντάγματος”, δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
“Βάσει του αναπεμπόμενου νόμου”, έγραφε ακόμα ο Πρόεδρος στην επιστολή του, “οποιαδήποτε διαφορά αναφύεται από την εφαρμογή του, επιλύεται από τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων, που καθιδρύονται με βάση το άρθρο 4 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου”.
“Το πεδίο εφαρμογής του αναπεμπόμενου νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 2(1)(α)”, έγραφε ο Πρόεδρος στην επιστολή του, “διευρύνεται και στη θέσμια ενοικίαση, η οποία ήδη καλύπτεται από τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 8 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου δίδεται η δυνατότητα σε θέσμιους ενοικιαστές να προσφύγουν στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, με σκοπό τον καθορισμό του δίκαιου ενοικίου που είναι πληρωτέο για κατοικία ή κατάστημα. Δεδομένης της δυνατότητας και/ή θεραπείας αυτής, δεν απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω νομοθετική ρύθμιση με σκοπό τη μείωση ενοικίων για αυτή την κατηγορία ενοικιαστών. Συνεπώς, ο αναπεμπόμενος νόμος αποτελεί και νομοθετική επέμβαση στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, το οποίο έχει καθιδρυθεί με τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο”.
“Περαιτέρω”, συνέχιζε ο Πρόεδρος, “η εκ των υστέρων παραπομπή των διαφορών που θα ανακύψουν από την εφαρμογή του αναπεμπόμενου νόμου στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δε θεραπεύει την παρέμβαση του νομοθέτη στη άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων σε ό,τι αφορά τους θέσμιους ενοικιαστές ούτε και θεραπεύει την επέμβαση με τον αναπεμπόμενο νόμο στην άσκηση του δικαιώματος του ελευθέρως συμβάλλεσθαι, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος”.
Κατά την επανεξέταση του αναπεμφθέντος νόμου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επανέλαβαν τους λόγους της αναπομπής, οι οποίοι αναφέρονται σε έκταση στην πιο πάνω επιστολή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30 Οκτωβρίου 2013.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ιδίους, η ψηφισθείσα νομοθεσία συνιστά παραβίαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, και παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στην άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, που έχει καθιδρυθεί με βάση τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο.
Παράλληλα, επεσήμαναν στη Βουλή ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης για την υπό αναφορά επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, επειδή δε συντρέχουν σωρευτικά όλες οι σχετικές νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις.
Αιτιολογώντας την αρνητική ψήφο του ΑΚΕΛ, ο κ. Λαμάρης δήλωσε ότι πέραν της νομικής του διάστασης το συγκεκριμένο θέμα έχει και κοινωνική διάσταση “και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η στρέβλωση, η οποία παρατηρείται στον τομέα των ενοικίων και που επιχειρήθηκε, μέσα από τη νομοθεσία, να διορθώσει η Βουλή, αναγνωρίζεται ακόμα και από την Κυβέρνηση, για αυτό και η ίδια η Κυβέρνηση, με διάταγμα, παγοποίησε τα ενοίκια”.
“Αυτό”, συνέχισε ο κ. Λαμάρης, είναι μία απόδειξη ότι έχει αναγνωρισθεί και από την εκτελεστική εξουσία αυτή η κοινωνική ανάγκη”.
Ως αντεπιχείρημα στο ότι η Βουλή ενεργεί αντισυνταγματικά και παρεμβαίνει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, ο κ. Λαμάρης δήλωσε ότι τόσο η Βουλή όσο και η εκτελεστική εξουσία, από τον Μάρτιο του 2013 και εντεύθεν, δεν κάνουν τίποτε άλλο “από του να παρεμβαίνουν σε συλλογικές συμβάσεις και σε συμβατικές υποχρεώσεις ομάδων του πληθυσμού, από το κούρεμα των καταθέσεων μέχρι την απαγόρευση και τον περιορισμό ανάληψης χρημάτων που έχουν κατατεθειμένα στην Τράπεζα, παραβιάζοντας και ανθρώπινα δικαιώματα κατοχυρωμένα μέσα από το Σύνταγμα”, ακόμα “και η παρέμβαση στις συντάξεις του κόσμου, στα Ταμεία Προνοίας, στα ωράρια και στους μισθούς των εργαζομένων”.
“Επομένως”, είπε ο κ. Λαμάρης, “η τοποθέτηση και σήμερα, ότι μόνον με την επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης θα μπορούσε να γίνει, δυστυχώς, ενώ δεν γίνεται η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης εκεί, γίνεται ωστόσο από την Τρόικα καθημερινώς”.
Εκ μέρους του ΚΣ ΕΔΕΚ, ο Βουλευτής Φειδίας Σαρίκας αιτιολόγησε την επίσης αρνητική τους ψήφο, λέγοντας ότι το κόμμα του τάχθηκε εναντίον της αναπομπής, πιστεύοντας “ότι είναι επιτακτική ανάγκη η μείωση των ενοικίων”.
“Και αυτό”, πρόσθεσε ο κ. Σαρίκας, “παρ` όλο που αναμέναμε ότι, με βάση τα δεδομένα της αγοράς, θα ρυθμιζόταν το θέμα από μόνο του, όμως διαπιστώνουμε πως, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, δεν υπήρξε η ανάλογη ανταπόκριση από ιδιοκτήτες είτε επαγγελματικών χώρων είτε κατοικιών, με αποτέλεσμα μικρομεσαίες επιχειρήσεις να κινδυνεύουν με κλείσιμο και πολλοί πολίτες που ενοικιάζουν να ευρίσκονται μπροστά σε αδιέξοδα”.
“Για αυτό”, δήλωσε ο κ. Σαρίκας, “πιστεύαμε ότι, εάν πράγματι η Κυβέρνηση αντιλαμβανόταν αυτό το θέμα, θα έπρεπε, εφ` όσον ο Πρόεδρος κάνει αναπομπή, να ερχόταν με μίαν πρόταση συγκεκριμένη για το πως θα μπορούσαν να μειωθούν τα ενοίκια σε αυτές τις περιπτώσεις”.
Ο Πρόεδρος του ΕΥΡΩΚΟ, Δημήτρης Συλλούρης, δήλωσε ότι δεν καταψήφισε “την αναπομπή για λόγους ουσίας, αλλά επειδή έκρινα”, πρόσθεσε, “ότι ήταν καλό να δικασθεί, επιτέλους, στα Δικαστήριά μας σήμερα τούτη η έννοια του Δικαίου της Ανάγκης, για να μάθουμε, επιτέλους, τι σημαίνει Δίκαιο της Ανάγκης”.
“Δημιουργείται Δίκαιο της Ανάγκης”, τόνισε ο κ. Συλλούρης, “το οποίο δικαιολογεί να παίρνεις τα λεφτά του άλλου από την τσέπη του, ενώ δεν υπάρχει Δίκαιο της Ανάγκης για να βοηθήσουμε ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούν εύκολα, έστω και αν η αγορά λειτουργούσε με τρόπο που να διορθώνει, να μετακινηθούν από τον έναν τόπο στον άλλο”.